- κακοτράχαλος
- -η, -ο(για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + τρόχαλο «μικρή πέτρα»].————————-η, -ο1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος3. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που δύσκολα συμβιβάζεται, ζόρικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-τρόχαλος*, με προληπτική αφομοιωτική τροπή τού -ο- σε -α-].
Dictionary of Greek. 2013.